ΟΤΑΝ Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΣΕ ΠΝΙΓΕΙ…
Κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις πολλά για να τον απαλύνεις, τι κάνεις;
Ο πόνος ενός γονιού που θρηνεί το θάνατο του παιδιού του…
Ο πόνος μιας γυναίκας που μαθαίνει ότι πεθαίνει από καρκίνο…
Ο πόνος εκείνου που βλέπει τα παιδιά του να φεύγουν μακριά του για να κάνουν την τύχη τους αλλού…
Ο πόνος εκείνου που χάνει τον/τη σύντροφό του…
Ο πόνος ενός πατέρα που δεν έχει δουλειά για να στηρίξει τις σπουδές του παιδιού του…
Ο πόνος εκείνου που μένει στο δρόμο επειδή οι δανειστές του παίρνουν το βιος του…
Ο πόνος του ηλικιωμένου που αργοπεθαίνει στη φτώχεια και τη μοναξιά…
Ο πόνος του γονιού που βλέπει το παιδί του να πεθαίνει από μια αρρώστια…
Ο πόνος του ανθρώπου που έμεινε μόνος και προδομένος από όλους εκείνους που αγάπησε και φρόντισε όταν μπορούσε…
Τι κάνεις όταν σε πλημμυρίζει, σε παραλύει ο πόνος του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου, που βλέπεις να περπατάει δίπλα σου, που ακούς να μιλάει στο κινητό του;
Σε κάτι τέτοιες στιγμές, αφήνω το δάκρυ και τη σιωπή να θεραπεύσουν τη δική μου ψυχή, το δικό μου πόνο γι’ αυτούς και διαλέγω τη συμπόνια να με συντροφεύει μαζί με μια προσευχή, μια υπόκλιση, μια παράκληση εκεί που μπορεί να γίνει εισακουστή: «Σε παρακαλώ βοήθησέ με μέσα από τα λόγια μου, τα έργα μου και τα γραπτά μου, να απαλύνω όσο περισσότερο μπορώ τον ανθρώπινο πόνο».
Μακάρι να πιάσει τόπο!
(Αφιερωμένο σε όσους πονούν)